- λοχμαία
- ηεντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοχμαία — λοχμαί̱ᾱ , λοχμαῖος of the coppice fem nom/voc/acc dual λοχμαί̱ᾱ , λοχμαῖος of the coppice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek